- ογκοκύτταρο
- το(βιολ.-ιατρ.) εξοιδημένο κύτταρο με οξύφιλο και κοκκιώδες κυτταρόπλασμα και με μεγάλη συσσώρευση μιτοχονδρίων που απαντά κατά τις περιπτώσεις διαφόρων νόσων και ιδίως στους όγκους τού θυρεοειδούς, τών παραθυρεοειδών, τών σιελογόνων αδένων και τών νεφρών.
Dictionary of Greek. 2013.